Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανεξαγωγή η [epaneksaγojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεξάγω: Εισαγωγή ξένων προϊόντων όχι για επιτόπια κατανάλωση αλλά για ~.
[λόγ. επαν(α)- εξαγωγή μτφρδ. γαλλ. réexportation]