Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανεξάγω [epaneksáγo] -ομαι Ρ (βλ. εξάγω) : εξάγω σε άλλη χώρα εμπόρευμα που προηγουμένως είχε εισαχθεί: Kατηγορείται ότι επανεξήγαγε ξένο σιτάρι ως ελληνικό, για να εισπράξει την επιδότηση.
[λόγ. επαν(α)- εξάγω μτφρδ. γαλλ. réexporter]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανεξαγωγή η [epaneksaγojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεξάγω: Εισαγωγή ξένων προϊόντων όχι για επιτόπια κατανάλωση αλλά για ~.
[λόγ. επαν(α)- εξαγωγή μτφρδ. γαλλ. réexportation]