Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανεκλέγω [epanekléγo] -ομαι Ρ αόρ. επανεξέλεξα, απαρέμφ. επανεκλέξει, παθ. αόρ. επανεκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανεξελέγη, επανεξελέγησαν, απαρέμφ. επανεκλεγεί, μππ. επανεκλεγμένος : εκλέγω πάλι κπ. σε αξίωμα που κατείχε ως τώρα: Aκυρώθηκε η εκλογή του δημάρχου, ο λαός όμως τον επανεξέλεξε με συντριπτική πλειοψηφία.
[λόγ. επαν(α)- εκλέγω μτφρδ. γαλλ. réélire]