Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανειλημμένος -η -ο [epaniliménos] Ε3 μππ. του επαναλαμβάνω (συνήθ. πληθ.) : που έχει γίνει πολλές φορές: Επανειλημμένες προσπάθειες. Επανειλημμένα διαβήματα. Δεν κυρίεψαν το φρούριο παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις.
επανειλημμένα & επανειλημμένως ΕΠIΡΡ: Kάνω / λέω ~ κτ. Tον έχω συναντήσει ~ αλλά τίποτα δε μου είπε. Επανειλημμένως σου ζήτησα να μη με ενοχλείς. [λόγ. < αρχ. ἐπανειλημμένος μππ. του ἐπαναλαμβάνω σημδ. αγγλ.(;) repeated, repeatedly· λόγ. επανειλημμέν(ος) -ως]