Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανατοποθετώ [epanatopoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.τοποθετώ ξανά ένα αντικείμενο στο χώρο που βρισκόταν προηγουμένως. 2. (μτφ.) αναθεωρώ μια άποψη, στάση, συμπεριφορά απέναντι σε κπ. ή σε κτ.: H κυβέρνηση οφείλει να επανατοποθετεί στα οικονομικά θέματα.
[λόγ. επανα- τοποθετώ]