Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναστατικός -ή -ό [epanastatikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην επανάσταση ή έχει σχέση με αυτή. α. που υποστηρίζει και ιδίως προπαγανδίζει την επανάσταση: Επαναστατικές ιδέες / θεωρίες. Επαναστατική οργάνωση / προκήρυξη / ιδεολογία. Επαναστατικό κόμμα / τραγούδι / βιβλίο. Tο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα. β. που δημιουργήθηκε από ορισμένη επανάσταση: Επαναστατική κυβέρνηση. Επαναστατικό δικαστήριο. || (ιδ. για τη γαλλική επανάσταση του 1789): H επαναστατική Γαλλία. Tο επαναστατικό ημερολόγιο. 2. (μτφ.) α. που είναι πολύ ριζοσπαστικός, πολύ καινοτόμος: Επαναστατική πολιτική. Επαναστατικές αλλαγές στην εκπαίδευση. || (με υπερβολή ιδ. στη γλώσσα της διαφήμισης): Επαναστατική μέθοδος / ανακάλυψη. Επαναστατικό μηχάνημα / προϊόν. β. (για πρόσ.) ατίθασος, ανυπότακτος: ~ χαρακτήρας. Επαναστατική ιδιοσυγκρασία. Επαναστατικό ταμπεραμέντο.
επαναστατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. επαναστάτ(ης) -ικός]