Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναστάτης ο [epanastátis] Ο10 θηλ. επαναστάτρια [epanastátria] Ο27 : 1α.αυτός που συμμετέχει, κυρίως μάχεται, σε ορισμένη επανάσταση: Οι επαναστάτες κατέλαβαν την πρωτεύουσα / εξοντώθηκαν / παραδόθηκαν. Hγέτης των επαναστατών. || (σπάν., συνήθ. ως επίθ.) στασιαστής, κινηματίας, πραξικοπηματίας: Ο ~ στρατηγός. β. αυτός που υποστηρίζει γενικά την επανάσταση, είναι δημιουργός ή οπαδός σχετικών θεωριών: Ο Λένιν, ένας μεγάλος ~. Είναι ρεφορμιστής, όχι ~. || (ως επίθ.): Ένας ~ διανοητής / πολιτικός. 2α. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ μεγάλες καινοτομίες σε ορισμένο τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. || (ως επίθ.): Ο Ψυχάρης, ένας ~ γλωσσολόγος. β. (σπάν.) αυτός που έχει ατίθασο, ανυπότακτο χαρακτήρα.
[λόγ. επανάστα(σις) -της μτφρδ. αγγλ. insurgent ή μέσω του γαλλ. insurgé· λόγ. επαναστά(της) -τρια]