Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαναπαύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαναπαύω [epanapávo] -ομαι Ρ5.1 : 1.(παθ.) α. δεν κάνω τίποτα επειδή βασίζομαι σε κπ. ή σε κτ.: Επαναπαύομαι στις υποσχέσεις / στην καλή διάθεση κάποιου. Επαναπαύεται στην καλή του τύχη / μνήμη. Επαναπαύτηκε στην πεποίθηση ότι έχει την υποστήριξη του υπουργού. (έκφρ.) επαναπαύομαι στις δάφνες* μου. β. αρκούμαι σε κτ.: Mην επαναπαύεσαι σ΄ αυτά που ξέρεις. 2. (ενεργ.) προκαλώ επανάπαυση σε κπ.: Mην τον επαναπαύεις· άφησέ τον να δραστηριοποιηθεί.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαναπαύω, -ομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
επαναπαύω.
  • I. (Ενεργ.) ανακουφίζω κάπ.:
    • Ελάφρυνε τα βάρ’ ημών, ημάς επαναπαύων (Σπαν. Va 446).
  • II. (Μέσ.) ησυχάζω· ξενοιάζω:
    • Ημείς επαναπαύθημεν προς ολίγον, προς ώραν (Καλλίμ. 2418).

[μτγν. επαναπαύω. Το μέσ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες