Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επαναπατρισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαναπατρισμός ο [epanapatrizmós] Ο17 : 1.επιστροφή κάποιου στην πατρίδα του ύστερα από συνήθ. μακροχρόνια απουσία· παλιννόστηση: Aπελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και ~ των πολιτικών προσφύγων. Ομαδικός ~. 2. (μτφ.) επιστροφή κάποιου στο χώρο, από τον οποίο αρχικά προήλθε: ~ των στελεχών στο κόμμα. ~ κεφαλαίων.

[λόγ. επαναπατρισ- (επαναπατρίζομαι) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go