Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επανάστασις ‑ση η.
-
- α) Εξέγερση:
- επανάστασιν υμείς εν τῃ Μακεδονίᾳ ποιήσαντες (Βίος Αλ. 2831)·
- β) διαμαρτυρία:
- ο παπα-Κομνιανός … έκαμεν επανάστασην. Και έλεγεν: «Διατί αυτός ο παπα-Συναδινός να είναι σκευοφύλακας, …!» (Συναδ. φ. 45ν).
[αρχ. ουσ. επανάστασις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- α) Εξέγερση: