Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επανάγωγο το· απανάγωγο.
-
- Το επάνω μέρος του χωραφιού από όπου αρχίζει η άρδευση:
- τα χωράφια του Μυρταρέα … απανάγωγο και κατάγωγο (Βαρούχ. 25510).
[<επίρρ. επάνω + ουσ. αγωγός]
- Το επάνω μέρος του χωραφιού από όπου αρχίζει η άρδευση: