Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επαληθεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαληθεύω [epaliθévo] -ομαι Ρ5.1 : διαπιστώνω ή αποδεικνύω ότι κτ. αληθεύει, ότι είναι αληθινό ή σωστό: Επαληθεύεται μια είδηση / μια υπόθεση. Επαληθεύονται οι φόβοι / οι υποψίες κάποιου. Tα γεγονότα επαλήθευσαν τις προβλέψεις του. Επαληθεύεται ένα όνειρο, βγαίνει αληθινό.

[λόγ. < αρχ. ἐπαληθεύω `βεβαιώνω την ορθότητα΄ & σημδ. γαλλ. vérifier, se vérifier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go