Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαλήθευση η [epalíθefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαληθεύω: ~ μιας πληροφορίας / μιας θεωρίας. Aυτά που λες χρειάζονται ~. H ~ του αποτελέσματος μιας αριθμητικής πράξης, δοκιμή, έλεγχος για την ορθότητα του αποτελέσματος.
[λόγ. επαληθεύ(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. vérification]