Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επακόλουθος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επακόλουθος, επίθ.
  • Έκφρ. επακόλουθος της συγκλήτου = συγκλητικός:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 824).

[μτγν. επίθ. επακόλουθος. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επακόλουθος -η -ο [epakóluθos] Ε5 : που επακολουθεί, που γίνεται, υπάρχει ή συμβαίνει ύστερα από κτ. άλλο ως συνέπειά του: H ανομβρία και η επακόλουθη λειψυδρία. H έλλειψη προετοιμασίας και η επακόλουθη αποτυχία στις εξετάσεις. || (ως ουσ.) το επακόλουθο, η συνέπεια: H εξαθλίωση που έρχεται ως ~ της φτώχειας. H δημιουργία των μεγαλουπόλεων με όλα τα δυσμενή επακόλουθα. Φυσικό / αναγκαίο / λογικό / αναπότρεπτο επακόλουθο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπακόλουθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες