Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επακριβής -ής -ές [epakrivís] Ε10 : που είναι τελείως ακριβής: Kαθορισμός επακριβών ορίων και περιοριστικών παραγόντων.
επακριβώς ΕΠIΡΡ με κάθε ακρίβεια, με κάθε λεπτομέρεια: Εξήγησέ μου ~ τι συνέβη. [λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. ἐπακριβ(ές) -ής (αναδρ. σχημ.)· λόγ. επακριβ(ής) -ώς]