Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαινώ [epenó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. επαινέθηκα, απαρέμφ. επαινεθεί : εκφράζω επιδοκιμασία για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. ANT ψέγω: ~ κπ. για την τιμιότητά του. Επαινεί την εργατικότητα των υπαλλήλων του αλλά δεν την επιβραβεύει. Οι καλές πράξεις επαινούνται από όλους, δυστυχώς όμως δε βρίσκουν μιμητές.
[λόγ. < αρχ. ἐπαινῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαίνω,
- βλ. μπαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- επαινώ· παινώ.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Επαινώ κάπ. ή κ.:
- ήκουσά του από καρδιάς πολλά να σε παινέσει (Ερωτόκρ. Γ´ 696)·
- β) επιδοκιμάζω κ., το θεωρώ σωστό:
- παινώ να πάμεν στους θεούς για να προσευχηθούμεν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [29]).
- α) Επαινώ κάπ. ή κ.:
- 2) (Με αντικ. το Θεό) υμνώ, δοξάζω:
- παινέσετε τον Κύριο (Πεντ. Έξ. ΧV 21).
- 3) Μακαρίζω:
- παινέσετε, έθνη, τον λαό του (Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙ 43).
- 1)
- II. (Μέσ.) καμαρώνω, καυχιέμαι:
- είπε την: «Σώπαινε, λωλή, εύκαιρα μην παινάσαι» (Αιτωλ., Μύθ. 1205).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Ξακουστός, φημισμένος:
- να δείξουν τα καμώματα όλοι τα παινεμένα (Ερωτόκρ. Β´ 104).
- 2) Επαινετικός:
- λέγει επαινεμένους λόγους (Σπανός B 70).
- 1) Ξακουστός, φημισμένος:
[αρχ. επαινέω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.