Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγρύπνηση η [epaγrípnisi] Ο33 : έντονη προσοχή και φροντίδα με σκοπό την αποτροπή ή την αντιμετώπιση ορισμένου κακού: H λαϊκή ~ θα ματαιώσει κάθε απόπειρα εκτροπής από τη νομιμότητα. Kάλεσε το λαό σε συνεχή ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπαγρύπνη(σις) -ση]