Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαγρυπνώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαγρυπνώ [epaγripnó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση επαγρύπνησης.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαγρυπνῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
επαγρυπνώ.
  • Έχω στραμμένη την προσοχή μου σε κ., επαγρυπνώ:
    • (Βίος Αλ. 1941).

[μτγν. επαγρυπνέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες