Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγγελματικός -ή -ό [epangelmatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον επαγγελματία ή στο επάγγελμα. α. που αναφέρεται στην επιλογή ή στην προετοιμασία για την άσκηση ενός επαγγέλματος: ~ προσανατολισμός*. Επαγγελματική εκπαίδευση / σχολή / αποκατάσταση. β. που αφορά την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος: Επαγγελματική συνείδηση / γλώσσα / ψυχολογία. Επαγγελματικό απόρρητο / μυστικό / ραντεβού. Επαγγελματική δεοντολογία. Επαγγελματικές δραστηριότητες / σχέσεις. Επαγγελματικές υποθέσεις. || (ως ουσ.) τα επαγγελματικά, οι επαγγελματικές υποθέσεις: Δε σε αφορούν τα επαγγελματικά μας. Επαγγελματική στέγη, ο χώρος όπου ασκείται ένα ελεύθερο επάγγελμα. γ. που αφορά την άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας ως (κύριο) επάγγελμα. ANT ερασιτεχνικός: ~ αθλητισμός. Επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Επαγγελματικό δίπλωμα για οδήγηση αυτοκινήτου. || Επαγγελματικό ψυγείο / πλυντήριο. δ. που αναφέρεται στις συνέπειες από την άσκηση ενός επαγγέλματος: Επαγγελματικοί κίνδυνοι. Επαγγελματικές ασθένειες. ε. που αναφέρεται σε ένα σύνολο επαγγελματιών: Επαγγελματικό σωματείο.
επαγγελματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. επαγγελματ(ίας) -ικός]