Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγγελματίας ο [epangelmatías] Ο3 θηλ. επαγγελματίας [epangelma tías] : 1.ANT ερασιτέχνης. α. (ως επίθ.) που έχει μια ορισμένη εργασία ως επάγγελμα: Ένας ~ ψαράς / ποδοσφαιριστής / πολιτικός. β. αυτός που κάνει κτ. με τέχνη ή επιτυχία: Είναι ~ στη δουλειά του. Πρόκειται για δουλειά επαγγελματία. || (επέκτ.): Οι επαγγελματίες των πολιτικών παθών / του πολέμου, που τα προκαλούν και ωφελούνται από αυτά. γ. (μειωτ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που ασκεί ένα επάγγελμα (που συχνά χαρακτηρίζεται ως λειτούργημα) μόνο για τις υλικές απολαβές του: Aυτός δεν είναι γιατρός, είναι στυγνός ~. 2. αυτός που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα· ελεύθερος επαγγελματίας: Σωματείο / ομοσπονδία επαγγελματιών. Aπεργούν οι επαγγελματίες.
[λόγ. επαγγελματ- (επάγγελμα) -ίας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]