Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαγγελία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαγγελία η [epangelía] Ο25 : επίσημη υπόσχεση ή διαβεβαίωση που δίνει ή υποχρέωση που αναλαμβάνει κάποιος να κάνει κτ. πολύ καλό ή πολύ σημαντικό: Kυβερνητικές / προεκλογικές επαγγελίες. (νομ.) Δημόσια ~, με την οποία κάποιος αναλαμβάνει την υποχρέωση να δώσει ορισμένη αμοιβή σε εκείνον που θα κάνει ορισμένη πράξη. || (εκκλ.) γη της επαγγελίας, η χώρα που ο Θεός όρισε ως τόπο εγκατάστασης των Εβραίων, δηλαδή η Παλαιστίνη και ως έκφραση για πολύ εύφορη ή γενικά πλούσια χώρα: H Aμερική δεν είναι πια γη της επαγγελίας για τους μετανάστες.

[λόγ. < αρχ. ἐπαγγελία `υπόσχεση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες