Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαγγέλλομαι [epangélome] Ρ αόρ. επαγγέλθηκα, απαρέμφ. επαγγελθεί : Iα.(στον ενεστ.) ασκώ ένα συγκεκριμένο επάγγελμα: Επαγγέλλεται το δικηγόρο, είναι δικηγόρος. Tι επαγγέλλεσαι; - Είμαι γιατρός. β. (μτφ., στο ενεστ. θ.) προσποιούμαι ότι είμαι: Επαγγέλλεται τον τίμιο. II. υπόσχομαι, διαβεβαιώνω δημόσια ή επίσημα ότι θα πραγματοποιήσω κτ. πολύ καλό ή πολύ σημαντικό: H κυβέρνηση αρνείται να πραγματοποιήσει όσα επαγγελλόταν πριν από τις εκλογές.
[λόγ.: 2: αρχ. ἐπαγγέλλομαι `κάνω κτ. απασχόλησή μου΄ κατά τη σημ. της λ. επάγγελμα· 1: αρχ. ἐπαγγέλλω, ἐπαγγέλλομαι `υπόσχομαι΄]