Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαίσχυντος -η -ο [epésxindos] Ε5 : που προκαλεί ντροπή (συνήθ. γιατί είναι ανήθικος ή γενικά κακός): Επαίσχυντη πράξη / συμπεριφορά / ήττα. Tο επαίσχυντο παρελθόν κάποιου.
επαίσχυντα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ρ. ἐπαισχύν(ομαι) `ντρέπομαι για κτ.΄ -τος]