Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίχρυσος -η -ο [epíxrisos] Ε5 : (για πργ.) που έχουν καλύψει την επιφάνειά του με λεπτό στρώμα χρυσού· επιχρυσωμένος: Ένας ~ δίσκος. Επίχρυσο ρολόι.
[λόγ. < αρχ. ἐπίχρυσος]