Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίχρισμα το [epíxrizma] Ο49 : 1.το αποτέλεσμα του επιχρίω, υλικό με το οποίο καλύπτουμε ομοιόμορφα μια επιφάνεια. || (ιατρ.) στρώμα από διάφορες ουσίες που αναπτύσσεται σε ορισμένες επιφάνειες του σώματος: ~ της γλώσσας. || (οικοδ.) ο σοβάς: ~ από ασβεστοκονίαμα / από ασβέστη. Tεχνική του επιχρίσματος. Πρώτο / δεύτερο ~. Εσωτερικό / εξωτερικό ~. 2. (μτφ.) τα τυπικά, τα μη ουσιώδη, στοιχεία μιας έννοιας σκοπίμως τονισμένα για να καλύψουν τα ουσιώδη: Kακός άνθρωπος με ένα ~ καλών τρόπων. Kόμμα με ~ σοσιαλιστικού προσανατολισμού.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίχρισμα `αρωματική αλοιφή΄ κατά τη σημ. της λ. επιχρίω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επίχρισμα το.
-
- Αλοιφή:
- (Ιερακοσ. 4929).
[μτγν. ουσ. επίχρισμα. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Αλοιφή: