Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίσχεση η [epísxesi] Ο33 : (λόγ.) διακοπή, καθυστέρηση ή αναβολή. || (ιατρ.) ~ αιμορραγίας / ούρων. || (νομ.) ~ πληρωμής / εγγράφου / εργασίας. Δικαίωμα επίσχεσης.
[λόγ. < αρχ. ἐπίσχε(σις) -ση]