Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίσχεση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίσχεση η [epísxesi] Ο33 : (λόγ.) διακοπή, καθυστέρηση ή αναβολή. || (ιατρ.) ~ αιμορραγίας / ούρων. || (νομ.) ~ πληρωμής / εγγράφου / εργασίας. Δικαίωμα επίσχεσης.

[λόγ. < αρχ. ἐπίσχε(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες