Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίστομα [epístoma] επίρρ. : (σπάν.) μπρούμυτα.
[μσν. επίστομα < ελνστ. φρ. ἐπί στόμα, αρχ. σημ.: `πεσμένος με το πρόσωπο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επίστομα, επίρρ.· ’πίστομα.
-
- Μπρούμυτα:
- Κόλπον καλόν του έδωκεν, επίστομα εξαπλώθη (Πόλ. Τρωάδ. 2744)·
- ’πίστομα έπεσε (Χούμνου, Κοσμογ. 1611 κριτ. υπ).
[<συνεκφ. επί στόμα. Ο τ. (Somav.), καθώς και τ. απί‑, σήμ. λαϊκ.]
- Μπρούμυτα: