Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίσκοπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίσκοπος ο [epískopos] Ο19 : κληρικός που έχει τον ανώτερο εκκλησιαστικό βαθμό· δεσπότης: Εκλογή / χειροτονία ενός επισκόπου. Tα ιερά άμφια του επισκόπου. || μητροπολίτης, αρχιεπίσκοπος: Σύνοδος των επισκόπων. ΠAΡ Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίσκοπος, αρχ. σημ.: `φύλακας΄]

[Λεξικό Κριαρά]
επίσκοπος ο· ’πίσκοπος.
  • Επίσκοπος, δεσπότης:
    • θρονία δεσποτάτα· κρατούν τα οι επίσκοποι (Διήγ. παιδ. 918).

[αρχ. ουσ. επίσκοπος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες