Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίσκεψις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επίσκεψις ‑ψη η.
  • 1)
    • α) Επιθεώρηση:
      • (Σφρ., Χρον. 1345
    • β) εποπτεία:
      • μοναστήριον … με επίσκεψιν ακριβεστάτην κυβερνημένον (Ιερόθ. Αββ. 334).
  • 2) Σκέψη, «έννοια», φροντίδα:
    • να ’στε πάντα … εις την επίσκεψή μου (Αλεξ. 1734).
  • [αρχ. ουσ. επίσκεψις. Η λ. (ψη) και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες