Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίρρωση η [epírosi] Ο33 : (λόγ.) ενίσχυση, ενδυνάμωση, συνήθ. στις εκφράσεις εις / προς ~, για επιβεβαίωση, ενίσχυση: Εις ~ των λεγομένων του / των ισχυρισμών του προσκόμισε αντίγραφο της δικαστικής απόφασης.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίρρω(σις) -ση]