Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίπληξη η [epípliksi] Ο33 : 1.αυστηρή παρατήρηση, προφορική ή γραπτή, η οποία γίνεται σε κπ. που έσφαλε, με σκοπό τη διόρθωση ή την τιμωρία του: Aφού δε συμμορφώνεται με τις επιπλήξεις, δείρε τον. 2. η επίπληξη ως ποινή, συνήθ. κατώτερη, που επιβάλλεται σε κπ. είτε στα πλαίσια ορισμένης ιεραρχίας είτε από δικαστήριο: Tιμωρήθηκε με ~. Aπλή / αυστηρή ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπίπληξις (-σις > -ση)]