Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επίπλαστος, επίθ.
-
- Ψεύτικος:
- Η ᾳδομένη ουν επίπλαστος αφορμή (Δούκ. 2492).
[μτγν. επίθ. επίπλαστος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ψεύτικος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίπλαστος -η -ο [epíplastos] Ε5 : (λόγ.) (για ανθρώπινη εκδήλωση ή συμπεριφορά) προσποιητός, όχι αληθινός: Επίπλαστη ευγένεια / αταραξία / καλοσύνη. Επίπλαστο χαμόγελο. Επίπλαστη συμπεριφορά.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίπλαστος]