Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επίπεδος, επίθ.
-
- Επίπεδος, ομαλός:
- (Ιερακοσ. 50936).
[αρχ. επίθ. επίπεδος. Η λ. και σήμ.]
- Επίπεδος, ομαλός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίπεδος -η -ο [epípeδos] Ε5 : 1.(μαθημ.) που αναφέρεται στο επίπεδο, που έχει τις ιδιότητες του επιπέδου: Επίπεδη επιφάνεια, το επίπεδο. Επίπεδο σχήμα, που βρίσκεται, που χαράσσεται επάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Επίπεδη γωνία. ANT στερεά. Επίπεδη γεωμετρία, επιπεδομετρία. || Επίπεδη τέχνη. || (φυσ.) Επίπεδο κάτοπτρο. 2. που είναι ομαλός, που δεν έχει εσοχές ή εξοχές, και είναι σχετικά οριζόντιος: Επίπεδη έκταση. Ένα οικόπεδο όχι εντελώς επίπεδο. 3. (μτφ.) που δε χαρακτηρίζεται από εκφραστική ποικιλία, που είναι μονότονος, χωρίς διακυμάνσεις: ~ λόγος. Επίπεδο μυθιστόρημα. 4. (ως ουσ.) το επίπεδο*.
επίπεδα ΕΠIΡΡ στη σημ. 3. [λόγ. < αρχ. ἐπίπεδος]