Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίμετρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίμετρο το [epímetro] Ο40 : κεφάλαιο ειδικού περιεχομένου που μπαίνει ως συμπλήρωμα στο τέλος ενός βιβλίου, ιδίως επιστημονικού: Bιβλιογραφικό ~, που περιέχει τη σχετική βιβλιογραφία. || (λόγ.) ΦΡ εις επίμετρον, επιπλέον, επιπροσθέτως.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίμετρον `απλόχερη προσθήκη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες