Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίμεμπτος -η -ο [epímemptos] Ε5 : (λόγ.) που δεν είναι σωστός με αποτέλεσμα να μπορούμε να τον κατηγορήσουμε: Επίμεμπτη πράξη / συμπεριφορά. || (ως επίσημος χαρακτηρισμός): Επίμεμπτη διαγωγή.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίμεμπτος]