Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίλυση η [epílisi] Ο33 : λύση. 1α. άρση, ξεπέρασμα των δυσκολιών ή των περιπλοκών: H ~ ενός προβλήματος. β. διακανονισμός: Ειρηνική ~ των διαφορών. 2. (λόγ.) α. εύρεση του ζητουμένου σε μαθηματικό πρόβλημα ή πνευματικό παιχνίδι: ~ εξισώσεως. β. διευκρίνηση, εξήγηση, ερμηνεία σε κτ.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίλυ(σις) -ση (διαφ. το αρχ. ἐπίλυσις `γλιτωμός΄)]