Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίλεκτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίλεκτος -η -ο [epílektos] Ε5 : (για πρόσ.) 1. που είναι πολύ καλός, εκλεκτός, γιατί δημιουργήθηκε με επιλογή: Επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες. || (ως ουσ.) ο επίλεκτος. 2. σημαντικός, αξιόλογος, διακεκριμένος: Kι αυτή κι ο άντρας της ήταν επίλεκτα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίλεκτος, αρχ. οἱ ἐπίλεκτοι (συνήθ. για στρατιώτες)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες