Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίκρουση η [epíkrusi] Ο33 : (λόγ.) χτύπημα πάνω σε κτ.: Aνάφλεξη με ~. || (ιατρ.): Εξέταση του ασθενή με ~, με ελαφρά χτυπήματα πάνω στο σώμα του.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίκρου(σις) -ση & σημδ. γαλλ. percussion (δες επικρουστήρας)]