Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίκαιρος -η -ο [epíkeros] Ε5 : 1α.που αφορά το παρόν, την παρούσα κατάσταση: Επίκαιρο θέμα. β. (ως ουσ.) τα επίκαιρα, σύνολο από εικόνες και κείμενα που αναφέρονται στην επικαιρότητα: Xωρικοί με μοναδική πηγή πληροφόρησης τα εικονογραφημένα επίκαιρα που κολλούσαν στους τοίχους των καφενείων. Tα (κινηματογραφικά) επίκαιρα, που συνήθ. προβάλλονται στους κινηματογράφους πριν από την κανονική ταινία. γ. (για ανθρώπινη ενέργεια) που ταιριάζει στην παρούσα κατάστα ση, που έγινε στην κατάλληλη στιγμή: Επίκαιρη παρέμβαση / παρατήρη ση / πρόταση / βοήθεια. Στη βουλή συζητείται επίκαιρη ερώτηση της αντιπολίτευσης για τις απεργιακές κινητοποιήσεις, ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι απεργούν. 2. (για τόπο) που στα πλαίσια μιας ομαδικής δραστηριότητας, ιδίως σύγκρουσης, εξασφαλίζει πλεονεκτήματα σε εκείνον που τον κατέχει: Επίκαιρα στρατηγικά σημεία. H αστυνομία κατέλαβε επίκαιρες θέσεις στο χώρο του συλλαλητηρίου.
[λόγ. < αρχ. ἐπίκαιρος (1β: σημδ. γαλλ. actua lités, πληθ.)]