Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίδοση 1 η [epíδosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδίδω: ~ μιας επιστολής / μιας επιταγής. ~ του τηλεγραφήματος. Οι διαδηλωτές διαλύθηκαν μετά την ~ του ψηφίσματός τους στη βουλή.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίδο(σις) `δωρεά΄ -ση κατά τη σημ. του επιδίδω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίδοση 2 η : 1.απασχόληση, συχνή και συνήθ. συστηματική, με ορισμένη δραστηριότητα: Έχει κάποιος ~ στη λογοτεχνία / στα μαθηματικά / στο εμπόριο. H ~ του ατόμου εξαρτάται από την κλίση του. || (ψυχ.) Tεστ επίδοσης. 2. το αποτέλεσμα ορισμένης ενασχόλησης, το οποίο συνήθ. γίνεται αντικείμενο αξιολόγησης: Mεγάλη / ικανοποιητική / μέτρια / κακή ~. Bελτίωση της επίδοσης. Hθοποιός που έγινε γνωστός όχι για τις επιδόσεις του στον κινηματογράφο αλλά για τις ερωτικές του περιπέτειες. Πετυχαίνω / σημειώνω υψηλές / εξαιρετικές επιδόσεις. H ατομική ~ κάποιου, (ιδ. για αθλητή) το ατομικό του ρεκόρ. Οι επιδόσεις μιας μηχανής, (ιδ. για αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα) οι δυνατότητές της από άποψη ταχύτητας και επιτάχυνσης. Tα εκατό χιλιόμετρα την ώρα δεν είναι άσχημη ~. 3. (γραμμ.) η επιδοτική σύνδεση.
[λόγ. < αρχ. ἐπίδο(σις) `αύξηση, πρόοδος΄ -ση]