Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίδομα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίδομα το [epíδoma] Ο49 : 1α.νομοθετημένη πρόσθετη αμοιβή που παίρνει ο εργαζόμενος για ορισμένη αιτία: ~ γάμου ή ~ συζύγου. ~ παιδιού. Οικογενειακό ~. ~ ανθυγιεινής / επικίνδυνης / νυχτερινής εργασίας. ~ σπουδών / παραγωγικότητας / εξομάλυνσης*. ~ στολής / κατοικίας / αδείας. Tεχνικό ~. H κυβέρνηση μεθοδεύει την κατάργηση πολλών επιδομάτων. β. νομοθετημένη οικονομική ενίσχυση που δίνεται σε άνθρωπο με ορισμένες ανάγκες: ~ ανεργίας / αναπηρίας / ασθένειας / τοκετού / λουτροθεραπείας. 2. χρηματικό βοήθημα: Επιδόματα σε άπορες / σε σεισμόπληκτες οικογένειες.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίδομα `κτ. που δίνεται επιπλέον΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδοματούχος ο [epiδomatúxos] Ο18 θηλ. επιδοματούχος [epiδomatú xos] Ο35 : αυτός που παίρνει επίδομα ως οικονομική ενίσχυση: Kαταβολή του δώρου των Xριστουγέννων στους επιδοματούχους του δημοσίου.

[λόγ. επιδοματ- (επίδομα) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες