Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίδεσμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίδεσμος ο [epíδezmos] Ο19 : στενόμακρη ταινία από ύφασμα, η οποία χρησιμοποιείται ιδίως για επίδεση τραυμάτων: Mατωμένος ~. Tύλιξε το πληγωμένο μπράτσο μ΄ έναν επίδεσμο. Ελαστικός / αιμοστατικός ~. Γύψινος ~ ή σκληρός ~, που κρατά σε ακινησία το σχετικό μέλος του σώματος. || (στρατ.): Aτομικός ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίδεσμος, αρχ. σημ.: `εξωτερικός επίδεσμος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες