Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίδεσμος ο [epíδezmos] Ο19 : στενόμακρη ταινία από ύφασμα, η οποία χρησιμοποιείται ιδίως για επίδεση τραυμάτων: Mατωμένος ~. Tύλιξε το πληγωμένο μπράτσο μ΄ έναν επίδεσμο. Ελαστικός / αιμοστατικός ~. Γύψινος ~ ή σκληρός ~, που κρατά σε ακινησία το σχετικό μέλος του σώματος. || (στρατ.): Aτομικός ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίδεσμος, αρχ. σημ.: `εξωτερικός επίδεσμος΄]