Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίδεση η [epíδesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδένω: Οι ελαφρά τραυματισμένοι έφυγαν από το νοσοκομείο μετά την ~ των τραυμάτων τους.
[λόγ. < αρχ. ἐπίδε(σις) -ση]