Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίβουλος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επίβουλος, επίθ.· ’πίβουλος.
  • 1) Που σκέπτεται κακό εναντίον κάπ., δόλιος, ύπουλος:
    • της επιβούλου τύχης (Λίβ. Sc. 3108).
  • 2) Που γίνεται με σκοπό να βλάψει κάπ., που κρύβει δόλο:
    • στην ’πίβουλήν σου την κλεψιάν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ 442).
  • 3) Άπιστος:
    • επίβουλος στην εδική σου αγάπην (Ερωτοπ. 662).

[αρχ. επίθ. επίβουλος. Ο τ., καθώς και άλλοι τ., σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 215)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίβουλος -η -ο [epívulos] Ε5 : (σπάν.) που χαρακτηρίζεται από επιβου λή: Επίβουλη σκέψη / ενέργεια. ~ άνθρωπος, κακός και ύπουλος.

[λόγ. < αρχ. ἐπίβουλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες