Παράλληλη αναζήτηση
821 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επί [epi] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και επι-)· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν και τρέπει το [p] σε [f] όταν η επόμενη λέξη άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν. I1. (με γεν.) α. δηλώνει χρονική περίοδο που χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που συνεπάγεται η λέξη που ακολουθεί· την εποχή του / της: ~ Tουρκοκρατίας, την εποχή της Tουρκοκρατίας. ~ Bενιζέλου, την εποχή του Bενιζέλου. (έκφρ.) ~ των ημερών* κάποιου. ~ του παρόντος*. β. με τοπική σημασία: επ΄ ώμου*. ΦΡ εφ΄ ενός ζυγού*. γ. δηλώνει σκοπό: Kυρίες / δεσποινίδες ~ των τιμών*. || συνήθ. σε ΦΡ και εκφράσεις ~ τόπου*. ~ ξυρού ακμής*. εφ΄ όρου* ζωής. ~ μέρους*. θέτω ~ τάπητος* (ένα θέμα). ατάκα* κι ~ τόπου. 2. (με αιτ.) δηλώνει χρονική διάρκεια: ~ πολύ / ~ πολλή ώρα, για πολύ / (για) πολλή ώρα. (έκφρ.) ~ μακρόν*. ~ σειρά* ετών. επ΄ αόριστον*. επ΄ άπειρον*. ΦΡ ~ γενεές* γενεών. || δηλώνει σκοπό. (έκφρ.) ~ τούτο* / επί τούτου*. || δηλώνει προσέγγιση. (έκφρ.) ως ~ το πλείστον*. || δηλώνει κατεύθυνση σε γυμναστικά ή στρατιωτικά παραγγέλματα: Kλίνατε ~ δεξιά / επ΄ αριστερά, στροφή προς τα δεξιά / προς τα αριστερά. 3. (λόγ.) σε ΦΡ και εκφράσεις ~ ποινή*. ~ τιμή*. ~ παραδείγματι*. ~ θύραις*. επ΄ ονόματι* κάποιου. επ΄ αυτοφώρω*. ~ λέξει, με τα ίδια λόγια, ακριβώς: Tου είπα ~ λέξει τα εξής. || (αθλ.) άλμα ~ κοντώ*. II. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου του πολλαπλασιασμού ( ? ή ×): Δύο ~ τρία. Πολλαπλασιασμός του πέντε ~ το επτά.
[λόγ.: I1, 2: αρχ. ἐπί & ἐπ΄ (πριν από φων.) & ἐφ΄ (πριν από το σύμφ. [h] : δες δασεία)· I3: σε μτφρδ. (γαλλ. à peine, mot à mot, γερμ. zum Beispiel με βάση την αρχ. σύντ. ἐπί παραδείγματος)· II: ως αντ. του διά (αρχ. ἐπί με αριθμούς: `επιπλέον΄)]
- επί, πρόθ.· ιπί.
-
- Α´ Τόπος.
- 1) Στάση·
- α) επάνω σε κ.:
- έμπλαστρον ποιήσας και θεις επί τῃ πληγῄ (Ιερακοσ. 48428)·
- (μεταφ. για να δηλωθεί προσθήκη):
- επί θανάτῳ θάνατον (Γλυκά, Στ. 113)·
- β) έκφρ. ιπί πρόσωπα + γεν. = επάνω στην επιφάνεια, επάνω στην όψη:
- (Πεντ. Γέν. I 2)·
- γ) έκφρ. ως επί γης = πάνω στη γη, κατάχαμα:
- (Καλλίμ. 1894)·
- δ) σε κ.:
- να βάλετε τα λόγια μου ετούτα ιπί την καρδιά σας (Πεντ. Δευτ. ΧΙ 18)·
- ε) έκφρ. επί το αυτό, βλ. αυτός(I) 1 έκφρ.
- α) επάνω σε κ.:
- 2) Κίνηση·
- α) προς κ.:
- έκλινεν ο Μοσέ το χέρι του ιπί τον ορανό (Πεντ. Έξ. X 22)·
- β) εναντίον κάπ.:
- (Βίος Αλ. 1153).
- α) προς κ.:
- 1) Στάση·
- Β´ Χρονική διάρκεια:
- μόνος έχαιρεν εφ’ όλης της ζωής του (Διγ. Z 2291)·
- εκφρ. επί την αύριον, επί της αυρίου,, βλ. αύριον 1 εκφρ.
- Γ´ Τρόπος:
- απολογείται προς αυτούς επί τοσούτον ρήμα: «Προστάσσω σε …» (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 922).
- Δ´ Αναφορά·
- α) ως προς, σχετικά με κάπ. ή κ.:
- αχάριστοι επί Θεόν και κτίστην (Θρ. Θεοτ. 30)·
- β) σύμφωνα, ανάλογα με κ.:
- να σε ορμηνέψουν και ιπί την κρίση ος να πουν εσέν να κάμεις (Πεντ. Δευτ. ΧVΙΙ 11).
- α) ως προς, σχετικά με κάπ. ή κ.:
- Ε´ Αιτία·
- α) για κ., εξαιτίας κάπ. πράγματος:
- η δέσποινα συνέλαβεν … παιδίον, ούτινος επί γέννησιν χαράν έξεις μεγάλην (Διγ. Z 48)·
- β) για χάρη κάπ.:
- να μην απεθάνουν γονιοί ιπί παιδιά (Πεντ. Δευτ. ΧΧΙV 16).
- α) για κ., εξαιτίας κάπ. πράγματος:
- ΣΤ´ Σκοπός:
- εκάθισαν επί συνόδου αρχιερείς (Ιστ. πατρ. 15415).
- Ζ´ Αντί για την πρόθ. από:
- επαρέκυψεν εφ’ ένα παραθύρι (Βέλθ. 831).
[αρχ. πρόθ. επί. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Τόπος.
- επι- 1 [epi] & επ- [ep] ή εφ- [ef] σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & επί- [epí] ή έπ- [ép] ή έφ- [éf], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα με λόγια προέλευση· συνήθ. εκφράζει επιρρηματικές σχέσεις: I. τόπο. 1α. με τη σημασία του επάνω από / σε: επιπλέω· επιστόμιο, επωμίδα· επιτραπέζιος, επιτύμβιος, έφιππος· (σε ρήματα) με την έννοια του απλώνω κτ. επάνω σε ολόκληρη την επιφάνεια: επαλείφω, επαργυρώνω, επικαλύπτω, επιχρυσώνω· επικάλυψη, επίστρωση· επάργυρος. β. (συνήθ. ανατ., ιατρ.) δηλώνει το άνω τμήμα του μέρους του σώματος που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επιγάστριο. γ. (συνήθ. ανατ., ιατρ.) δηλώνει το εξωτερικό τμήμα, στρώμα αυτού που εκφράζει ή υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: επιδερμίδα, επικάρδιο. 2. προσδιορίζει το πρόσωπο που κατέχει ανώτερη θέση σε σχέση με άλλους της ίδιας επαγγελματικής κλίμακας· (πρβ. αρχι-I1): επίατρος, επιδιαιτητής, επισμηναγός. || σε ρήματα δηλώνει την ενέργεια του επικεφαλής: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιστατώ. II. χρόνο. 1. γι΄ αυτό που έρχεται ή υπάρχει ύστερα από κάτι που προηγήθηκε και το οποίο συνήθ. δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη: επίγονος, επίλογος· (ιατρ.) επιλοίμωξη, επιπαροξυσμός· (ιστ.) επιπαλαιολιθικός. 2. (με λέξεις που εκφράζουν χρόνο) για τη δήλωση διάρκειας τόσης όση δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: εφήμερος· εφημερεύω· εφημερία· (πρβ. δια-I4). 3. για κτ. που γίνεται την ίδια στιγμή ή με την ευκαιρία αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επικήδειος, επιμνημόσυνος. III. ποσό. 1. επιτείνει τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: επαυξάνω, επιβεβαιώνω, επιβραδύνω, επιταχύνω· επαύξηση· επιβεβαιωτικός. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται συμπληρωματικά: επιχορηγώ· επιμαρτυρία, επίμετρο, επιχορήγηση. 3. (σε ρήματα) προσδιορίζει το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επισφραγίζω, επιλέγω. IV. σκοπό ή αιτία· (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποβλέπει, πλησιάζει σε αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή το προκαλεί: επιβλαβής, επίδοξος, επιζήμιος, επικερδής, επιθανάτιος, επίτοκος· επικερδώς, επωφελώς. V. τρόπο· δηλώνει εχθρική διάθεση: επιτίθεμαι, επιφέρω· επίθεση. || καταπάτηση μιας συμφωνίας: επιορκία· επίορκος. || αμοιβαία σχέση: επιγαμία, επικοινωνία, επιμειξία. VI. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: επαινώ, εφοδιάζω· επάγγελμα, έπαινος, έφεση, εφετείο, εφεύρεση, εφόδια, εφοπλιστής· επίστομα.
[λόγ. < αρχ. ἐπ(ι)- < πρόθ. ἐπί `πάνω σε΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐπι-βαίνω, ἐπί-κειται, ἐπι-βεβαιῶ, ἐπι-κλινής, ἐπί-γονοι & γαλλ. épi- < αρχ. ἐπι-: επί-κεντρο, επι-φαινόμενο, επι-ζωοτία < γαλλ. épicentre, épiphénomène, épizootie & μτφρδ. γαλλ.: επι-δομή < superstructure, επι-διαιτητής < surarbitre· λόγ. < αρχ. ἐφ- < ἐπ(ι)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. ἐφ-ήμερος· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. τα περισσότερα παράγωγα δεν αναλύονται πια]
- επι- 2 : (χημ.) πρόθημα σε χημικές ομάδες ή ενώσεις: επιχλωρυδρίνη, επιχοληστερόλη.
[λόγ. < γαλλ. épi- < αρχ. ἐπι- (δες επι- 1): επι-χλωρυδρίνη < γαλλ. épichlorhydrine]
- επίατρος ο [epíatros] Ο20α : (στρατ.) στρατιωτικός γιατρός του υγειονομικού σώματος του στρατού ξηράς με βαθμό ταγματάρχη.
[λόγ. επ(ι)- ιατρ(ός) -ος]
- επιβαίνω [epivéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. επέβαινα : (λόγ.) βρίσκομαι σε κάποιο μεταφορικό μέσο, ταξιδεύω με αυτό: Στο πλοίο επιβαίνουν χίλια περίπου άτομα.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβαίνω `ανεβαίνω σε΄]
- επιβαίνω.
-
- 1) Πατώ επάνω σε κ.:
- βλαττίν εξήπλωνεν εν γῃ, επέβαινεν εν τούτῳ (Διγ. Gr. 3304).
- 2) Προχωρώ:
- εντός της τούτων φάλαγγος έμπροσθεν επιβαίνων (Βίος Αλ. 2015).
- 3) Ανεβαίνω πάνω σε κ.:
- επιβάς του ίππου (Διγ. Gr. 3063).
- 4) Επιτίθεμαι:
- Το Μακεδόνων έθνος … επέβη χώραν την ημών (Βίος Αλ. 1914).
- 5) Καταλαμβάνω, κυριεύω:
- προσέταξεν Αλέξανδρος, ης επιβώσι χώρας, Θηβαίοι απολέσθωσαν (Βίος Αλ. 2393)·
- (μεταφ. προκ. για αξίωμα):
- Αλέξανδρος … το βασίλειον επέβη θαρσαλέως (Βίος Αλ. 2750).
- 6) (Μεταφ.) επιτείνομαι:
- ο πόνος επιβαίνει (Γλυκά, Στ. 194).
[αρχ. επιβαίνω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Πατώ επάνω σε κ.:
- επιβάλλον το [epiválon] Ο53 : (παρωχ.) ικανότητα επιβολής, κυρίως στην έκφραση έχει κάποιος ~, επιβάλλεται στους άλλους.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάλλον ουδ. της μεε. του ρ. ἐπιβάλλω `που είναι επιβεβλημένο΄, σημδ. γαλλ. imposant]
- επιβάλλω [epiválo] -ομαι Ρ πρτ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλα, απαρέμφ. επιβάλει, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και επεβλήθη, επεβλήθησαν, απαρέμφ. επιβληθεί, μππ. επιβεβλημένος* : 1α.υποχρεώνω κπ. να δεχτεί κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: ~ τη γνώμη / τις απόψεις / τους όρους μου. ~ πειθαρχία. || για υποχρέωση που προκύπτει από νόμο: ~ κυρώσεις / πρόστιμο σε κπ. H κυβέρνηση δε θα επιβάλει νέους φόρους. Tο δικαστήριο του επέβαλε την ποινή του θανάτου. Επεβλήθησαν βαρύτατα πρόστιμα. || για ενέργεια που γίνεται με τη βία: Επιβλήθηκε δικτατορία. β. καθιστώ κτ. αναγκαίο ή απαραίτητο: H επιδημία επιβάλλει τη λήψη μέτρων. Ύστερα από σκληρή εργασία η ανάπαυση επιβάλλεται. γ. (απρόσ.): Επιβάλλεται να
, πρέπει οπωσδήποτε να
: Επιβάλλεται να γίνει αμέσως η εγχείρηση. 2. (παθ.) α. διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω και να προκαλώ υπερβολικά έντονο θαυμασμό, εντύπωση κτλ.: Kτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο / με τις διαστάσεις του. β. (για πρόσ.) αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός, πρωταρχικός, καθοριστικός σε κτ., ιδίως σε ορισμένη διαδικασία: Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός. Aποτυχαίνει στη δουλειά του ο εκπαιδευτικός που δεν επιβάλλεται στην τάξη. Επιβάλλομαι στον εαυτό μου, τον ελέγχω. || νικώ σε αγώνα: H εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιβλήθηκε στην αντίστοιχη της Iταλίας.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιβάλλω `ρίχνω, πέφτω επά νω΄ & σημδ. γαλλ. imposer· 2: σημδ. γαλλ. s΄imposer]
- επιβάλλω· ’πιβάλλω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Βάζω, τοποθετώ· προσθέτω:
- Βούτυρον … επιβαλείς εις δάκτυλον (Ορνεοσ. αγρ. 5581· Rechenb. 3911).
- 2) Φρ. επιβάλλω όψιν = εξετάζω, ερευνώ:
- (Ιστ. πατρ. 18115).
- 3) Φρ. επιβάλλω χείρα = απλώνω, βάζω χέρι επάνω σε κ. (εδώ μεταφ.):
- εν τοις Πελοποννήσου χείρα επέβαλον (Ψευδο-Σφρ. 16228‑9).
- 4) Φρ. επιβάλλω πυρ = πυρπολώ:
- (Βίος Αλ. 5145).
- 5) Φρ. επιβάλλω το ξίφος = (προκ. για μονομαχία) προβάλλω:
- (Βίος Αλ. 4663).
- 1) Βάζω, τοποθετώ· προσθέτω:
- II. (Μέσ.) φρ. όρκον επιβάλλομαι = ορκίζομαι:
- (Λίβ. Esc. 1724).
[αρχ. επιβάλλω. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.