Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επήρεια η [epíria] Ο27 : ιδίως στην έκφραση υπό την ~, εξαιτίας της επίδρασης ή όσο αυτή διαρκεί: Tο αδίκημα διαπράχτηκε υπό την ~ οργής / μέθης. Ο ασθενής είναι ήσυχος, γιατί ακόμα βρίσκεται υπό την ~ ηρεμιστικών. Tα μέταλλα φθείρονται υπό την ~ της υγρασίας.
[λόγ. < αρχ. ἐπήρεια `προσβλητική συμπεριφορά΄, ελνστ. σημ.: `πείραγμα από δαίμονα΄ με σφαλερή ταύτιση προς το ελνστ. ἐπίρροια (= αρχ. ἐπιρροή) `εισροή, συρροή υγρού΄ από παρανάγνωση <ηρει> = <ιρροι> (στα νέα ελλην. διαβάζονται το ίδιο) σημδ. γαλλ. influence]
[Λεξικό Κριαρά]
- επήρεια η.
-
- Κακή επίδραση:
- κατά νουν λαβών τας του δράκοντος επηρείας (Δούκ. 25719)·
- έκφρ. άνευ επηρείας = χωρίς επηρεασμό:
- (αυτ. 20129).
[μτγν. ουσ. επήρεια. Η λ. και σήμ.]
- Κακή επίδραση: