Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επέρχομαι [epérxome] Ρ αόρ. επήλθα, απαρέμφ. επέλθει : 1.(συνήθ. στο γ' πρόσ.) γίνεται, πραγματοποιείται κτ.: α. ως επακόλουθο, συνήθ. βλαβερό, δυσάρεστο κτλ., άλλου γεγονότος: Ο θάνατος επέρχεται λίγα μόνο λεπτά μετά τη λήψη του δηλητηρίου. H καταστροφή που επήλθε είναι ανυπολόγιστη. β. ως επιδιωκόμενος σκοπός: Επήλθε συμφωνία. Θα επέλθουν ορισμένες μεταβολές στο αρχικό σχέδιο. 2. (μπε.) που θα γίνει, θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον, ιδίως στο άμεσο: Οι επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις. Οι επερχόμενες γενεές, οι μελλοντικές. || (για κτ. βλαβερό, δυσάρεστο κτλ.): H επερχόμενη συμφορά / καταστροφή. Tα επερχόμενα γηρατειά. Ο επερχόμενος χειμώνας / καύσωνας.
[λόγ. < αρχ. ἐπέρχομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- επέρχομαι.
-
- 1)
- α) Επιτίθεμαι:
- (Βίος Αλ. 4193)·
- β) «ορμώ»:
- προς το αρμάριν επελθών ευρίσκω κλειδωμένον (Προδρ. I 203).
- α) Επιτίθεμαι:
- 2) (Μεταφ.) προσβάλλω:
- νόσος επήλθε τῃ μητρί (Διγ. Z 2545).
- 3) Κατευθύνομαι· καταφθάνω:
- εις την πηγήν επήλθομεν (Διγ. Z 2657).
- 4) Παρουσιάζομαι:
- χρείας τυχόν επελθούσης (Σφρ., Χρον. 11821).
- 5) (Τριτοπρόσ.) συμβαίνει:
- όταν σ’ επέλθει χαρωπόν, μη το κενοδοξήσεις (Σπαν. P 158).
- Η μτχ. ενεστ.
- α) ως ουσ. = μεταγενέστερος:
- σ’ εκείνους που ευρίσκονται κι εις τους επερχομένους (Διακρούσ. 11810)·
- β) ως επίθ. = μελλοντικός:
- χρόνους επερχομένους (Ιστ. Βλαχ. 55).
- α) ως ουσ. = μεταγενέστερος:
[αρχ. επέρχομαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1)