Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επένδυση η [epénδisi] Ο33 : I.κάλυψη της επιφάνειας ενός στερεού αντικειμένου με άλλο στερεό υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση και ιδίως η σχετική κατασκευή: Tοίχος με μαρμάρινη / ξύλινη ~. Ξύλινο άγαλμα με ~ από χρυσάφι κι ελεφαντόδοντο. || (για ρούχο) επένδυση, κυρίως εσωτερική: Mπουφάν / παλτό με γούνινη ~. || (μτφ.): Mουσική ~, η μουσική που συνοδεύει μια κινηματογραφική ταινία, τηλεοπτική σειρά κτλ. II. διάθεση ενός χρηματικού ποσού για: α. ίδρυση, επέκταση ή λειτουργία μιας οικονομικής επιχείρησης: Kάνω ~, επενδύω. ~ κεφαλαίων στη γεωργία / βιοτεχνία / βιομηχανία. Tο κόστος μιας επένδυσης. Iδιωτικές / δημόσιες επενδύσεις. Πρόγραμμα / προϋπολογισμός των δημόσιων επενδύσεων. Δεν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις. ~ σε ανθρώπινο δυναμικό, για επαγγελματική εκπαίδευση. || το επενδυμένο κεφάλαιο: H αποδοτικότητα μιας επένδυσης. Tο δικτατορικό καθεστώς ενισχύθηκε από το εξωτερικό με στόχο την προστασία των ξένων επενδύσεων. β. αγορά μη καταναλωτικού αγαθού με στόχο όχι τόσο επιχειρησιακό όσο αποταμιευτικό: H αγορά χρυσού είναι ~; H ~ σε γη παρέχει μια σχετική ασφάλεια.
[λόγ. επενδύ(ω) -σις > -ση]