Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επέκταση η [epéktasi] Ο33 : 1.(ιδ. για πργ.) α. αύξηση της έκτασης που καταλαμβάνει κτ.: ~ ενός κράτους. H εδαφική ~ μιας χώρας. H ~ του σχεδίου πόλεως / της πλατείας / ενός κτιρίου. H καθ΄ ύψος ~ μιας οικοδομής, προσθήκη ενός ή περισσότερων ορόφων. || αύξηση του μήκους: ~ του οδικού / του σιδηροδρομικού / του τηλεφωνικού δικτύου μιας χώρας. || (φυσ.) ~ του φωτεινού ειδώλου, για είδος οπτικής απάτης. β. εξάπλωση σε επιπλέον έκταση, σε άλλους χώρους, χώρες κτλ.: ~ της πυρκαγιάς / του πολέμου. 2. (για αφηρ. έννοια) α. εξάπλωση, συνήθ. σε διαφορετικούς τομείς: ~ των εργασιών / των δραστηριοτήτων κάποιου. (έκφρ.) κατ΄ ~, πέρα από το κανονικό, το γνωστό ή το συνηθισμένο. β. ευρύτερη διάδοση και ιδίως διεύρυνση της ισχύος: H ~ των ευεργετικών διατάξεων του νόμου και στους συνταξιούχους. || (γραμμ.) ~ μιας λέξης, αύξηση των φθόγγων της. ~ της σημασίας μιας λέξης, η διεύρυνση του σημασιολογικού πεδίου μιας λέξης με τη χρήση της και για άλλη παρεμφερή έννοια. 3. (πληροφ., συνήθ. πληθ.) αρχείο με ειδική λειτουργία στο σύστημα του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἐπέκτα(σις) `μάκρεμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. expansion, extension· 3: σημδ. αγγλ. extension]