Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επάνδρωση η [epánδrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανδρώνω: ~ ενός πλοίου / νοσοκομείου / σχολείου.
[λόγ. επανδρω- (δες επανδρώνω) -σις > -ση]